- ευάλφιτος
- εὐάλφιτος, -ον (Α)αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλό αλεύρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άλφιτος (< άλφιτον «πληγούρι»), πρβλ. λευκ-άλφιτος, πολυ-άλφιτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐάλφιτος — of good meal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)